DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lùftström n ~men ~mar
earth.sc., transp. ροή αέρος
environ. ρεύμα αέρα; ρεύμα αερισμού
med., earth.sc., transp. αερονημάτιο; γραμμή ροής
lùftströmmar n
transp., avia. Ρεύμα αέρα