DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lùcka v
gen. άνοιγμα
agric. Κενό ξέφωτο; Κενό; διάκενον,ξέφωτο
industr., construct., met. πόρτα μηχανής φουρκώ
life.sc. κενό
mater.sc., mech.eng. πλαίσιο συσκευασίας
mech.eng. κάλυμμα με μεντεσέδες; θύρα
transp., tech., law πίνακας πρόσβασης