DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lokal myndighet
gen. οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
environ. αρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης; ΟΤΑ; τοπική αρχή; αρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή; αρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή
law τοπικός οργανισμός δημοσίου δικαίου
lokála mỳndigheter
fin. αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης; οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
lokal
: 2 phrases in 1 subject
Transport2