DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
logi [lo∫i´] n ~n el. ~et; pl. ~er
demogr., mun.plan. διανομή
environ. στέγαση; παροχή καταλύματος/κατάλυμα/στέγαση/προσωρινή διαμονή