DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lock [låk´] n ~et
gen. σκέπασμα f
agric. καπέλλο
commer., transp. Πώμα f
industr., construct. δεσμίδα γιούτας
IT, el. κάλυμμα f
life.sc., environ. θερμικό κάλυμμα
nat.sc. βαλβίδα (valvis dehiscens)
tech., industr., construct. κεφαλή