DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lob n ~en ~er
agric. λοβοί
commun. δέσμη
earth.sc. ακτινοδέσμη; δέσμη ακτίνων; λεπτή δέσμη ακτίνων
stat., commun., scient. λοβός m; λωβός m