DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ljùdskärm n
el. ακουστικός λαβύρινθος
environ. ηχοπέτασμα f
health. ηχοαπορροφητικό πλαίσιο; διάφραγμα f; επίπεδο διάφραγμα