DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ljùd n ~et; pl. ~
comp., MS αρχείο ήχου
environ. θόρυβος; ήχος m
health. ακουστός ήχος; ακούσιμος ήχος
industr., construct. κάλλος; σημάδι κορμού; τύλος
Ljùd n
comp., MS Ήχος