DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
livsmiljö n ~n ~er
environ. περιβάλλον διαβίωσης; ενδιαίτημα f; φυσικός οικότοπος; βιότοπος; βιότοπος m
fin. οικότοπος m
livsmiljö
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1