DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
livslängd n ~en ~er
econ. διάρκεια ενεργού ζωής
el. χρόνος λειτουργίας; διάρκεια λειτουργίας; ζωή
environ. βιολογικός κύκλος; κύκλος ζωής
forestr. οφέλιμη ζωή
industr. λειτουργικός βίος
met. διάρκεια ζωής άμμου
met., el. αντοχή
tech., el. χρήσιμη ζωή
transp. διάρκεια ζωής
livslängd
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1