DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
licensieringsförfarande n
environ. διαδικασία χορήγησης άδειας; διαδικασία; διαδικασία χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης/διαδικασία; διαδικασία χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης/διαδικασία