DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
licéns [-en´s] n ~en ~er
gen. άδεια
busin., labor.org., patents. άδεια χρήσης σήματος
law άδεια εκμετάλλευσης
law, fin. δικαίωμα εκμετάλευσης; δικαίωμα εκμετάλλευσης
licenser n
account. άδειες κατοχής ή χρήσης