DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
línje [lin´je] n ~n ~r
anim.husb. βασικό κοπάδι; βασικά ζώα
chem. φιλέτο
el. ταινία f
environ. ευθυγράμμιση; χάραξη; γραμμή
IT, dat.proc. κανόνας f
IT, el. ίχνος m
labor.org., industr. γραμμή κατασκευής; γραμμή παραγωγής
life.sc. σειρά