DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lìvstid n ~en
commun. λειτουργικός χρόνος ζωής
environ. χρόνος παραμονής; διάρκεια ζωής; διάρκεια παραμονής
IT, dat.proc. χρόνος ζωής