DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lìvsmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
gen. μέσο διαβίωσης
econ. προϊόν διατροφής
environ. τροφή; τρόφιμα f; είδος διατροφής; τροφή/τρόφιμα; είδος διατροφής/τροφή/τρόφιμα
food.ind. είδη διατροφής; προϊόντα διατρ﾿φής; τρόφιμο m