DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lìns n ~en ~er
commun. ραδιοφακός
el. στοιχείο φακού
health. προστατευτικό γυαλί
phys.sc. κοιλόκυρτος φακός; κυρτόκοιλος φακός
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. φακός m
linser n
stat., agric. φακές
lins
: 2 phrases in 2 subjects
Construction1
Finances1