DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lìndning n ~en ~ar
commun., el. τυλίγματα διέγερσης ρωστήρα; τύλιγμα διέγερσης ρωστήρα
el. διαχωριστική μεμβράνη; πηνίο m
tech., mech.eng., el. περιέλιξη; τύλιγμα f
lìndning elektrisk n
forestr. σωληνοειδές f