DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
leveráns [-an´s el. -aŋ´s] n ~en ~er
econ. παράδοση
environ. εφοδιασμός m; παροχή; προμήθεια m; εφοδιασμός/προμήθεια/παροχή m
forestr. διανομή
transp. εμπορευματική μεταφορά με ενιαία φορτωτική; ενιαία μεταφορά εμπορευμάτων μιας φορτωτικής
leveranser n
account. παραδόσεις