DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
lek n ~en ~ar
comp., MS ομάδα καρτών
environ. συνάντηση
fin. λεκ
fish.farm. ωοτοκία f
law, environ. αγώνας (jocus); παίγνιο m (jocus); παιχνίδι (jocus); συνάντηση (jocus)
lèka v
gen. παίζω
agric. ωοτοκία