DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ledningsrör n ~et; pl. ~
commun. αγωγός διέλευσης καλωδίων
el., construct. εσχάρα f
mech.eng. άκαμπτος σωλήνας; άκαμπτη σωλήνα; μεταλλική σωλήνα
mech.eng., construct. σωλήνας ηλεκτρικών αγωγών
ledningsrör
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1