DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ledamot av kommissionen
econ. μέλος της Επιτροπής
law μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Επίτροπος m; ευρωεπίτροπος; ευρωπαίος επίτροπος; μέλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων