DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lèra n ~n leror
gen. λάσπη
earth.sc., agric. έδαφος υψηλής περιεκτικότητας σε άργιλο; αργιλώδες έδαφος; αργιλώδης γη
environ. άργιλος m; πυρίμαχο τούβλο; άργιλος/πυρίμαχο τούβλο
forestr. πηλός m
lera
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1