DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lèdning n ~en ~ar
gen. διακυβέρνηση; διοίκηση και έλεγχος; καθοδήγηση
econ. διαχείριση
el. γραμμή
environ. διοικητική; αγωγός m; σωλήνωση; σωληνώσεις; διαχείριση/διοίκηση/διεύθυνση/διοικητική; σωλήνας/σωλήνωση/στήλη μεταλλεύματος/αγωγός/πίπα; αγωγός/σωληνώσεις m
fin., empl. διοίκηση των επιχειρήσεων μάνατζμεντ
law, lab.law. διοίκηση; διεύθυνση
lèdningen n
account. διεύθυνση