DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lèdarskap n ~et
gen. ηγεσία f
law αρχηγική τέχνη; διεύθυνση προσώπων
law, lab.law. διεύθυνση; διοίκηση; δεξιοσύνη στην καθοδήγηση ανθρώπων