DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lèdare n ~n; pl. ~, best. pl. ledarna
gen. ηγέτης m; κυβερνήτης m
comp., MS προεδρεύων
earth.sc. αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος
el. ταινία f
law, lab.law. προϊστάμενος m; αρχηγός m; διαχειριστής m; διευθυντής m; επόπτης m; επιστάτης; μάνατζερ m
met., el. αγωγός m