DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lavín [-i´n] n ~en ~er
earth.sc. καταιγισμός m; ηλεκτρονική χιονοστιβάδα
el. ιονισμός κρούσεως; ιονισμός με κρούση
environ. χιονοστιβάδα m
IT, el. κατολίσθηση