DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | noun
latens [-en´s] n ~en
commun., IT χρόνος αναμονής
med. καθυστέρηση; χρόνος καθυστέρησης
låt n ~en ~ar
gen. μελωδία f; ας
comp., MS τραγούδι
lats n
tech., industr., construct. ικρίωμα εφεδρικής τροφοδοσίας; ικρίωμα μπομπινών
lat n
gen. οκνηρός