DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
larm n ~et; pl. ~
gen. συσκευή συναγερμού,συναγερμός; σε επαγρύπνηση; θόρυβος
comp., MS αφύπνιση
environ. συναγερμός m
lab.law., mater.sc., el. προειδοποίηση; προσοχή
life.sc., lab.law., tech. κλήση βοήθειας