DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
laminering n ~en ~ar
el. διελασματώσεις
industr., construct. επένδυση με φύλλα; στρωματοποίηση; σωμάτωσις f; ένωσις m
life.sc. λωρίδωσις
met. στρωμάτωση