DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
laminat [-a´t] n ~et; pl. ~
chem. συμπιεσμένο λαμιναρισμένο ξύλο
forestr. επικολλητό ξύλο
industr. σύνθετο φύλλο
industr., construct. στρωματοποιημένη πλάκα; φύλλο εξελάσεως