DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lamèll [-el´] n ~en ~er
earth.sc., mech.eng. κατευθυνόμενο πτερύγιο; έλασμα; πλακοειδές πτερύγιο
industr., construct. γκίλλινγκ; ηλεκτρικός οδηγός φύλαξης στημονιού; λάμα ασφαλείας περάσματος στημονιού
tech., industr., construct. μικρό έλασμα του αργαλειού
transp., mech.eng. πτερύγιο m
lameller n
tech., industr., construct. λαμέλλες-φουρκέτες για σταμάτημα του στημονιού