DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lagen n
law νομοθεσία
làg n ~en
gen. στιβάδα f
econ. νόμος m
environ. νομική; νομικά f; αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά; πράξεις/αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά
law νομοθέτημα f; απλός τυπικός νόμος
lä̀ge n ~t ~n
agric. εργοτάξιον
comp., MS λειτουργία m
IT πόζα
stat. θέση
lagar n
environ. ατομικές διοικητικές πράξεις