DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
lagar n
environ. ατομικές διοικητικές πράξεις
làg n ~en
gen. στιβάδα f
econ. νόμος m
environ. νομική; νομικά f; αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά; πράξεις/αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά
law νομοθέτημα f; απλός τυπικός νόμος
lagen n
law νομοθεσία
lå̀ga v
chem. φέγγισμα
forestr. παλιές ανεμορριψίες
nat.sc. φλόγα
lagar
: 1 phrase in 1 subject
Transport1