DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
lánd n ~et
account. χώρα
environ. γη; αγρός m; έδαφος m; έκταση; κτήμα f; ξηρά f; περιοχή; επικράτεια/έδαφος/περιοχή m
environ., agric. χώμα f
länd n ~en ~er
med. νεφρός m; οσφύς m
lànt- v
agric. χωριάτικο