DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
làstare n ~n; pl. ~, best. pl. lastarna
forestr. μηχανικός φορτωτής
industr. φορτωτής m; φορτωτής - φτυαριστής; φορτωτής εκσκαφέας; φορτωτής-φτυάρι m