DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
làntbruk n ~et; pl. ~
account. αγροκτήματα f
agric. γεωργία f
environ. γεωργικός τομέας; γεωργία/γεωργικός τομέας
lantbruket n
social.sc., agric. αγροτική κοινότητα; γεωργική κοινωνία
lantbruk
: 1 phrase in 1 subject
Politics1