DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
làndsbygd n ~en ~er
gen. εξοχή
agric. αγροτική περιοχή; αγροτικός χώρος
construct., mun.plan., agric. αγροτική κοινότητα
social.sc., agric. αγροτική κοινωνία
làndsbygds- n
agric. αγροτικός m