DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
làda n ~n lador
agric. αχυρώνας f
lå̀da n ~n lådor
gen. κουτί
industr., construct., met. σκάφη εναπόθεσης τσιμπουκιών
IT, el. περίβλημα f; θήκη
mech.eng. συρτάρι επίπλου; συρτάρι ταξινόμησης
met., mech.eng. πρόσδεση κάτω μέρους μήτρας σφυρηλασίας
mun.plan., industr., construct. συρτάρι
transp., food.ind. κιβώτιο
lada
: 1 phrase in 1 subject
Transport1