DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lösenpremie n
fin. έξοδα εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων; προμήθεια m; προμήθεια πώλησης; προμήθεια εξαγοράς; έξοδα εξαγοράς