DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
löptid n ~en ~er
el. χρόνος ολίσθησης
fin. κύκλος διατίμησης; διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα; λήξη
nat.res., anim.husb. οργασμός m (oestrus); οίστρος (oestrus)