DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
löneökning n ~en ~ar
fin. αύξηση των μισθών
law, lab.law. βελτίωση των αμοιβών; βελτίωση των μισθών; αύξηση του μισθού; αύξηση μισθών; άνοδος αμοιβών; αύξηση αμοιβών; άνοδος μισθών