DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lö̀pare n ~n; pl. ~, best. pl. löparna
agric. αμολητή; μακρού μήκους παραγωγική μονάδα
industr., construct. διάδρομος m
tech., industr., construct. μεταφορικός κύλινδρος; δρομέας φερμουάρ