DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lö̀n n ~en ~er
gen. ανταμοιβή
econ. μισθός m
fin., lab.law. αποδοχές f
law, lab.law. αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου; μισθός δημοσίου υπαλλήλου
lo n ~n ~ar
forestr. λυγξ
löner n
market. μισθοί και ημερομίσθια