DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
låsplatta n
chem. πλάκα στήριξης κοιλότητας καλουπιού
mech.eng. έλασμα ακινητοποίησης
nat.sc., agric. ασφάλεια; νύχι αποκλεισμού; πλάκα κλεισίματος
transp. ελασμάτινη ανάσχαιση; ελασμάτινη ασφάλιση