DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
långrev n ~en ~ar
agric. αφροπαράγαδο; σταθερό παραγάδι βυθού
fish.farm. ελκόμενη πετονιά; παραγάδι
långrev
: 1 phrase in 1 subject
Transport1