DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lånegaranti n ~n ~er
fin. δανειακή εγγύηση; εγγύηση δανείου
fin., agric. πιστοποιητικό αγροτικής πίστης; γεωργικός δανειοδοτικός τίτλος