DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lå̀sning n ~en ~ar
el. συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη; σύλληψη; αγκίστρωμα στόχου; βαρυτική σύλληψη; επίκτηση; λήψη
IT, dat.proc. "με κλείδωμα"
IT, el. κλείδωμα; μηχανισμός κλειδώματος; αλληλεμπλοκή
med. παρεμπόδιση της κινητικότητας των αρθρώσεων
transp., el. σύμπλεξη; εξάρτηση
lä̀sning n ~en ~ar
gen. ανάγνωσμα
work.fl., IT ανάγνωση δεδομένων