DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lå̀ngivare n ~n; pl. ~, best. pl. -givarna
account. δανειστές χρημάτων
fin. δανειοδοτικός οργανισμός; δανειοδότης m; χρηματοδότης m
law, econ., fin. δανειστής m