DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lå̀n n ~et; pl. ~
account. δάνεια
econ. δανειοληψία f
market. δάνειο m; πίστωση δανείου; προκαταβολή; προκαταβολή ναύλου
län n ~et; pl. ~
demogr., construct. επαρχία m
environ. κομητεία m (περιφέρεια)
stat., environ. κομητεία περιφέρεια
 Swedish thesaurus
LAN abbr.
abbr., comp., net. lokalt nätverk
lån
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1