DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
lågor från eld n
forestr. φλόγα f
lå̀ga v
chem. φέγγισμα
forestr. παλιές ανεμορριψίες
nat.sc. φλόγα
làga v
gen. νόμιμος; φτιάχνω
industr., construct., met. μπάλωμα με πλάκες πυριμάχων
met. επεξεργάζομαι ένα καλούπι
lä́gre adj.
gen. κατώτερος
låga
: 5 phrases in 2 subjects
Communications4
Transport1